- λαιμοτμητος
- λαιμότμητοςλαιμό-τμητος21) с перерезанным горлом, т.е. отрубленный
(κάρα Eur.)
2) сжимающий горло, сдавленный(ἄχη Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κάρα Eur.)
(ἄχη Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… … Dictionary of Greek
λαιμότμητον — λαιμότμητος with the throat severed masc/fem acc sg λαιμότμητος with the throat severed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμότμητ' — λαιμότμητα , λαιμότμητος with the throat severed neut nom/voc/acc pl λαιμότμητε , λαιμότμητος with the throat severed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek